Δευτέρα 19 Αυγούστου 2019, λίγο μετά τις 8 το βράδυ.
Η ώρα έχει πάει 8 και προσγειωνόμαστε στο αεροδρόμιο της Μυκόνου, μετά από μια ολιγόλεπτη “μάχη” με τα γνωστά σε όλους μας μελτέμια του Αιγαίου. Η ιδέα μας είχε έρθει λίγους μήνες πριν, όταν, οργανώνοντας τις πολυπόθητες διακοπές μας στην Αμοργό, αντιληφθήκαμε ότι για να φτάσουμε στο νησί από τον Πειραιά θα χρειαζόμασταν στην καλύτερη περίπτωση 7 ώρες, και επιπλέον 7 ώρες από Θεσσαλονίκη για Πειραιά με το ΚΤΕΛ. Κατευθείαν έπεσε στο τραπέζι η επιλογή ενός κοντινού νησιού με αεροδρόμιο και ακτοπλοϊκή σύνδεση με την Αμοργό και προτάθηκε μισοαστεία-μισοσοβαρά η Μύκονος, νησί που για χρόνια αποτελούσε τον άπιαστο στο μυαλό μας –και στο budget του μέσου φοιτητή- ονειρικό προορισμό. Το σχέδιο ήταν απλό: βραδινή πτήση από Θεσσαλονίκη, ολονύκτια περιπλάνηση στα στενά της Μυκόνου και το επόμενο πρωί κατευθείαν στο λιμάνι για την αναχώρηση.
Τα πρακτικά ζητήματα λύθηκαν αρκετά γρήγορα: θα αφήναμε τις βαλίτσες μας σε κατάστημα ενοικίασης αυτοκινήτων, το οποίο προσφέρει ως υπηρεσία την φύλαξη αποσκευών για όλο το βράδυ με το λογικό αντίτιμο των 5€. Βρισκόταν στην περιοχή του παλιού λιμανιού και, δεδομένου ότι το τελευταίο λεωφορείο από το αεροδρόμιο αναχωρεί λίγο μετά τις 5, αναγκαστικά επιλέξαμε το ταξί ως μεταφορικό μέσο. Λιγότερο ακριβό απ’ όσο το περιμέναμε, η μόνη δυσκολία ήταν να βρούμε ένα, καθώς μετά από άφιξη πτήσης είναι ιδιαίτερα δυσεύρετα. Παρόλα αυτά τα καταφέραμε και λίγη ώρα μετά, έχοντας αφήσει και τις αποσκευές μας, ήμασταν έτοιμοι να εξερευνήσουμε τη Χώρα του νησιού των ανέμων.
Ή τουλάχιστον έτσι πιστεύαμε, γιατί παρά τον ενθουσιασμό που μας είχε καταλάβει, το στομάχι μας είχε άλλα σχέδια και έτσι βάλαμε πλώρη για κάποιο μαγαζί (aka σουβλατζίδικο) για να ικανοποιήσουμε την πείνα μας, κατά προτίμηση χωρίς να αφήσουμε εκεί τα λεφτά όλων των διακοπών. Το οποίο εν μέρει πετύχαμε, δεδομένου ότι πήγαμε σε ένα από τα πιο κεντρικά σουβλατζίδικα, ακριβώς στην καρδιά της Χώρας, οπότε δεν πέσαμε κι από τα σύννεφα όταν είδαμε τιμές τριπλάσιες από τα σχετικά θεσσαλονικιώτικα στέκια.
Έχοντας γεμίσει τις μπαταρίες μας, ξεκινήσαμε την περιπλάνηση στα διάσημα πλακόστρωτα σοκάκια, ανάμεσα σε λευκά σπίτια και μπουκαμβίλιες. Αν και η ώρα ήταν ήδη 11, τα στενά ήταν γεμάτα από κόσμο και τα περισσότερα μαγαζιά ακόμη ανοιχτά. Οι εικόνες εναλλάσσονταν από καταστήματα οίκων υψηλής ραπτικής σε μαγαζάκια τουριστικών ειδών και από ευκατάστατους ξένους τουρίστες με πολυτελή ένδυση σε ταξιδιώτες-περαστικούς όπως εμείς, με βερμούδες και σακίδια. Σε όλες τις περιπτώσεις όμως η ζωντάνια του νησιού σε παρέσυρε και σε έκανε να νιώθεις κατευθείαν σαν να είσαι μέρος του και να βρίσκεσαι ήδη εκεί μέρες ολόκληρες.
Διασχίζοντας τα δρομάκια της Χώρας, περνούσαμε από κάτασπρα εκκλησάκια από τη μία μεριά σε μπαράκια που μόλις άνοιγαν από την άλλη, μέχρι που φτάσαμε στην Παραπορτιανή, το πρώτο γνωστό αξιοθέατο που βρέθηκε στο δρόμο μας. Λόγω του κρύου και του δυνατού αέρα, αλλά και της περασμένης ώρας, δεν καθίσαμε εκεί για πολύ, και συνεχίσαμε την περιπλάνησή μας στα δαιδαλώδη σοκάκια, φτάνοντας έτσι στη Μικρή Βενετία. Ίσως από τα πιο γνωστά και πολυφωτογραφημένα σημεία του νησιού, αν και γεμάτη από καφέ και μπαρ, η Μικρή Βενετία προσφέρει εξαιρετική θέα στους πασίγνωστους ανεμόμυλους της Μυκόνου και αποτελεί ιδανικό σημείο για να απολαύσετε μια μπύρα ή ένα κοκτέιλ.
Σιγά-σιγά και καθώς τα περισσότερα κλαμπάκια άρχιζαν να ανοίγουν, αποφασίσαμε να αφοσιωθούμε στην αναζήτηση του μαγαζιού που θα μας “φιλοξενούσε” τις επόμενες ώρες, δεδομένου ότι το bar hopping δεν είναι και η καλύτερη επιλογή στο συγκεκριμένο νησί, για ευνόητους λόγους. Το βρήκαμε σ’ ένα στενάκι πολύ κοντά στη Μικρή Βενετία και, αν και ήταν βράδυ Δευτέρας, σύντομα άρχισε να γεμίζει με κόσμο, όπως και τα υπόλοιπα βραδινά μαγαζιά του νησιού.
Μετά από λίγες ώρες, όντας πλέον ξεθεωμένοι από τον πολύ χορό, αποχαιρετήσαμε το προσωρινό μας καταφύγιο και ξεκινήσαμε για άλλη μια φορά να περιπλανιόμαστε στα στενά της Μυκόνου. Με μερικά διαλείμματα για ξεκούραση σε παγκάκια, πεζούλια και σκαλιά, ανεβήκαμε προς τους ανεμόμυλους, για να τους δούμε αυτήν τη φορά κι από κοντά. Τα περισσότερα μπαρ είχαν πλέον κλείσει, οπότε διασχίσαμε ανενόχλητοι τη Μικρή Βενετία και φτάσαμε στον προορισμό μας πάνω στην ώρα για την ανατολή του ήλιου. Παρά τον απίστευτα δυνατό αέρα που μας μαστίγωνε απ’ όλες τις μεριές, η θέα και η αίσθηση που βιώναμε εκείνη την ώρα, όντας σχεδόν μόνοι μας σ’ ένα σημείο που τις περισσότερες ώρες της ημέρας είναι γεμάτο από τουρίστες, άξιζαν τον κόπο.
Καθώς ο ήλιος είχε μόλις ανατείλει, καταλάβαμε ότι ήταν ιδανική ώρα για ένα καλό πρωινό, και έτσι αρχίσαμε και πάλι την περιπλάνηση στα στενά, αυτήν τη φορά προς αναζήτηση κάποιου φούρνου, τον οποίο δεν αργήσαμε να βρούμε. Ψωμάκια και πίτες που μόλις είχαν βγει από το φούρνο, ειδικά μετά από μια ξάγρυπνη νύχτα είναι σίγουρα το καλύτερο τονωτικό και η καλύτερη επιλογή. Μετά από αυτήν την απαραίτητη στάση, αποφασίσαμε να κάνουμε άλλη μια τελευταία βόλτα, στην οποία βέβαια ήταν και πάλι πολύτιμοι σύμμαχοί μας τα παγκάκια και τα πεζούλια των στενών. Για ακόμη μια φορά η Χώρα αποδείχθηκε ένα μέρος αντιθέσεων, καθώς από τη μία έβλεπες και τους τελευταίους ξενυχτισμένους να γυρνούν στο σπίτι ή στο ξενοδοχείο τους για μια μικρή δόση ξεκούρασης, κι από την άλλη αρκετούς ντόπιους που ξυπνούσαν εκείνην την ώρα και ετοιμάζονταν με μια κούπα καφέ για τη μέρα που μόλις ξεκινούσε.
Σύντομα ήρθε η ώρα να κινηθούμε προς το λιμάνι, και έτσι απίστευτα εξαντλημένοι αλλά και απόλυτα πλήρεις από εικόνες και συναισθήματα, κατευθυνθήκαμε προς το κατάστημα όπου είχαμε αφήσει τις αποσκευές μας. Λίγες ώρες μετά, κατόπιν και μιας μικρής καθυστέρησης του πλοίου, αφήναμε πίσω μας τη Μύκονο, υποσχόμενοι, ωστόσο, να γυρίσουμε ξανά στο κοντινό μέλλον στο πολυπρόσωπο και μοναδικό νησί των ανέμων.
Από την Πένυ Σαρακενίδου
Διαβάστε επίσης: